- δασονομείο
- τοη αρχή του δασονόμου και το γραφείο που στεγάζει την υπηρεσία της δασονομίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δασονομείο — το 1. τοπική δασική αρχή η οποία υπάγεται υπηρεσιακώς στο δασαρχείο και διοικείται από δασονόμο 2. τα γραφεία τής υπηρεσίας τού δασονομείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασονόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek